σορικίδες

σορικίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια θηλαστικών στην οποία ανήκουν εντομοφάγα θηλαστικά, μεταξύ τών οποίων και τα 290 περίπου είδη που είναι γνωστά με τη λόγια ονομασία μυγαλή και μοιάζουν πολύ με ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. soricidae < λατ. sorex, -icis «είδος ζώου» + κατάλ. -idae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σόρηξ — ο, Ν ζωολ. γένος εντομοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας σορικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sorex < λατ. sorex «ύραξ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”